ἀρρώξ: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fendu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]]. | |btext=ῶγος (ὁ, ἡ, τό)<br />[[non fendu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 9 January 2023
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, without cleft or breach, unbroken, γῆ S.Ant.251: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.
Spanish (DGE)
-ῶγος
1 no roturado, no arado γῆ S.Ant.251, cf. Hsch.
2 que no se puede romper ὅπλα S.Fr.156.
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ, ἡ, τό)
non fendu.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.
German (Pape)
ῶγος, ohne Spalten, γῆ Soph. Ant. 251; ὅπλα Id. frg. 168.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρώξ: ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, ἀρραγής, ἄνευ ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.
Greek Monolingual
ἀρρώξ, ο, η (Α)
αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώξ (-ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»].
Greek Monotonic
ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (ῥήγνυμι, ἔρρωγα), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, άθικτος, αρραγής, γερός, γῆ, σε Σοφ.