ἠπεροπευτής: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἠπεροπευτής]], οῦ, = [[ἠπεροπεύς]] [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.] | |mdlsjtxt=[[ἠπεροπευτής]], οῦ, = [[ἠπεροπεύς]] [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[seducer]]=== | |||
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 10 May 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a cheat, deceiver, of Paris (cf. ἠπεροπεύω), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.
German (Pape)
ὁ, = ἠπεροπεύς, Il. 3.39, 13.769 und sp.D., wie Mosch. 1.10; Man. 2.305.
Russian (Dvoretsky)
ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
Greek Monotonic
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἠπεροπευτής, οῦ, = ἠπεροπεύς [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.]
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot