Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδιαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio de hábitos]] παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, <i>Agis</i> 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. [[αὐτοῦ]] καὶ μεταβολή Plu.<i>Alex</i>.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει <i>Lex.Vind</i>.86.3.<br /><b class="num">2</b> ἐ.· ἡ τρυφή Sud.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cambio de hábitos]] παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, <i>Agis</i> 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.<i>Alex</i>.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει <i>Lex.Vind</i>.86.3.<br /><b class="num">2</b> ἐ.· ἡ τρυφή Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:35, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐαίτησις Medium diacritics: ἐκδιαίτησις Low diacritics: εκδιαίτησις Capitals: ΕΚΔΙΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ekdiaítēsis Transliteration B: ekdiaitēsis Transliteration C: ekdiaitisis Beta Code: e)kdiai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, change of habits, Ph.1.360, Plu.Alex.45: c.gen., τῶν πατρίων, τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Ph.2.76, Plu.2.493c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cambio de hábitos παντελὴς ἐ. Ph.1.360, c. gen. τῶν πατρίων Ph.2.76, cf. Plu.Cat.Ma.16, Agis 3, τοῦ κατὰ φύσιν βίου Plu.2.493c, ἡ ἐ. αὐτοῦ καὶ μεταβολή Plu.Alex.45, ὁ δὲ τρυφαῖς μαλακαῖς καὶ ἐκδιατήσεσι διαλυθεὶς ἐπανῄει Lex.Vind.86.3.
2 ἐ.· ἡ τρυφή Sud.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, die Aenderung der bisherigen, gewohnten Lebensart; καὶ μεταβολή Plut. Alex. 45; a. Sp.; τῶν πατρίων, die Abweichung von, Philo.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'écarter d'un régime ou d'une règle, changement d'habitudes.
Étymologie: ἐκδιαιτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδιαίτησις: εως ἡ отступление, отклонение (τῶν πατρίων ἐθῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἕξεων, Πλουτ. Ἀλεξ. 45, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκδιαίτησις, η (Α)
μεταβολή έξεων και τρόπου ζωής.

Greek Monotonic

ἐκδιαίτησις: -εως, ἡ, αλλαγή, τροποποίηση, μεταβολή συνηθειών, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐκδιαίτησις, εως
change of habits, Plut.