κασία: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(a) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, = [[κασσία]], Her. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] ἡ, = [[κασσία]], Her. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰσία''': Ἰων.-ίη, ἡ, ἄρωμά τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κινναμώμου ἀλλὰ κατωτέρας ποιότητος κομιζόμενον ἐκ τῆς Ἀραβίας, Ἡρόδ. 2. 86., 3. 110· λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε…, τέρενα Συρίας σπέρματα Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. Μνησίμ. ἐν «Ἱπποστρόφῳ» 1. 58· [[κασία]] [[μετὰ]] κινναμώμου, λιβανωτοῦ καὶ μύρρας [[εἶναι]] μεταξὺ τῶν δώρων τῶν φερομένων εἰς τὸ ἐν Βραγχίδαις [[μαντεῖον]] τοῦ Διδυμέως Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 59, πρβλ. [[κασιοβόρος]], [[ξυλοκασία]], [[συριγγίς]]. (Σημιτικὴ [[λέξις]] ἴδε [[κιννάμωμον]]). Ἐνίοτε φέρεται διὰ δύο σ, [[κασσία]], πρβλ. [[κασσίζω]]· ἀλλὰ casia παρὰ Λατ. ποιηταῖς καὶ τὸ [[κασιόπνους]] παρὰ τῷ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14 ἀπαιτοῦσιν ᾰ, ἄρα [[γραπτέον]] διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A cassia, Cinnamomum iners, Sapph.Supp.20c.2, Hdt.2.86, 3.110, Thphr.HP9.4.2, Od.30, OGI214.59 (Branchidae, iii B.C.), etc.; λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε... τέρενα Συρίας σπέρματα Melanipp.1, cf. Mnesim.4.58. (Cf. Hebr. qē[snull ]ìāh, Assyr. kasia: sts. written κασσία, as in Dsc.1.13, Str.16.4.25, cf. κασσίζω.)
German (Pape)
[Seite 1333] ἡ, = κασσία, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσία: Ἰων.-ίη, ἡ, ἄρωμά τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κινναμώμου ἀλλὰ κατωτέρας ποιότητος κομιζόμενον ἐκ τῆς Ἀραβίας, Ἡρόδ. 2. 86., 3. 110· λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε…, τέρενα Συρίας σπέρματα Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. Μνησίμ. ἐν «Ἱπποστρόφῳ» 1. 58· κασία μετὰ κινναμώμου, λιβανωτοῦ καὶ μύρρας εἶναι μεταξὺ τῶν δώρων τῶν φερομένων εἰς τὸ ἐν Βραγχίδαις μαντεῖον τοῦ Διδυμέως Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 59, πρβλ. κασιοβόρος, ξυλοκασία, συριγγίς. (Σημιτικὴ λέξις ἴδε κιννάμωμον). Ἐνίοτε φέρεται διὰ δύο σ, κασσία, πρβλ. κασσίζω· ἀλλὰ casia παρὰ Λατ. ποιηταῖς καὶ τὸ κασιόπνους παρὰ τῷ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14 ἀπαιτοῦσιν ᾰ, ἄρα γραπτέον διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ.