ἡδυμέλεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(b)
(16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδυμέλεια]], ἡ (AM) [[ηδυμελής]]<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[γλυκύτητα]] της μελωδίας, η [[αρμονία]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ποιητ. τ. του θηλ. του επιθ. [[ηδυμελής]](«[[ἡδυμέλεια]] [[σύριγξ]]» — [[γλυκόλαλος]] [[αυλός]], <b>Νόνν.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠμέλεια Medium diacritics: ἡδυμέλεια Low diacritics: ηδυμέλεια Capitals: ΗΔΥΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: hēdyméleia Transliteration B: hēdymeleia Transliteration C: idymeleia Beta Code: h(dume/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A sweetness of melody, Vett.Val.3.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1153] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.

Greek Monolingual

ἡδυμέλεια, ἡ (AM) ηδυμελής
1. ως ουσ. η γλυκύτητα της μελωδίας, η αρμονία
2. ως επίθ. ποιητ. τ. του θηλ. του επιθ. ηδυμελήςἡδυμέλεια σύριγξ» — γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.).