ἀμφικρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfikrypto | |Transliteration C=amfikrypto | ||
|Beta Code=a)mfikru/ptw | |Beta Code=a)mfikru/ptw | ||
|Definition=[[cover]] or [[hide on every side]], τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει | |Definition=[[cover]] or [[hide on every side]], τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.''Hec.''907. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.
Spanish (DGE)
ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.
French (Bailly abrégé)
couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικρύπτω: περικαλύπτω ἢ κρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.
Greek Monolingual
ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.
Greek Monotonic
ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.
Middle Liddell
to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.