καταμφικαλύπτω: Difference between revisions
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamfikalypto | |Transliteration C=katamfikalypto | ||
|Beta Code=katamfikalu/ptw | |Beta Code=katamfikalu/ptw | ||
|Definition=strengthened for <b class="b3">ἀμφικαλ-</b>, [[put all round]], κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας | |Definition=strengthened for <b class="b3">ἀμφικαλ-</b>, [[put all round]], κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
strengthened for ἀμφικαλ-, put all round, κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349.
German (Pape)
[Seite 1364] = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.
French (Bailly abrégé)
recouvrir complètement.
Étymologie: κατά, ἀμφικαλύπτω.
Russian (Dvoretsky)
καταμφικαλύπτω: окутывать, обертывать (κεφαλῇ ῥάκος Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
καταμφικαλύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, περιβάλλω ὡς κάλυμμα (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
Greek Monolingual
καταμφικαλύπτω (Α)
καλύπτω καλά από όλες τις πλευρές.
Greek Monotonic
καταμφικαλύπτω: μέλ. -ψω, περιβάλλω, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fut. ψω
to put all round, Od.