θεόκλυτος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theoklytos | |Transliteration C=theoklytos | ||
|Beta Code=qeo/klutos | |Beta Code=qeo/klutos | ||
|Definition= | |Definition=θεόκλυτον,<br><span class="bld">A</span> [[calling on the gods]], θ. λιταί A. ''Th.''143 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Pass., [[heard by God]], expl. of ''Ishmael'', J.''AJ''1.10.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
θεόκλυτον,
A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.).
II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.
German (Pape)
[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.
Russian (Dvoretsky)
θεόκλῠτος: воссылаемый к богам, обращенный к божеству (λιταί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.
Greek Monolingual
θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. άκλυτος, ονομάκλυτος].
Greek Monotonic
θεόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ.