καμπυλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kampyloeidis | |Transliteration C=kampyloeidis | ||
|Beta Code=kampuloeidh/s | |Beta Code=kampuloeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=καμπυλοειδές, [[appearingcrooked]], φαντασία Plu.2.1121c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
καμπυλοειδές, appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
Greek Monolingual
-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].