κλυτόδενδρος: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klytodendros | |Transliteration C=klytodendros | ||
|Beta Code=kluto/dendros | |Beta Code=kluto/dendros | ||
|Definition= | |Definition=κλυτόδενδρον, [[famous for trees]], Πιερίη ''AP''4.2.1 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
κλυτόδενδρον, famous for trees, Πιερίη AP4.2.1 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1457] durch schöne Bäume berühmt, Πιερίη Philp. 1 (IV, 2).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
renommé pour ses beaux arbres.
Étymologie: κλυτός, δένδρον.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόδενδρος: славящийся (своими) деревьями (Πιερίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόδενδρος: -ον, περίφημος διὰ τὰ δένδρα της, Πιερίη Ἀνθ. Π. 4. 2.
Greek Monolingual
κλυτόδενδρος, -ον (Α)
αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαόδενδρος, φιλόδενδρος].
Greek Monotonic
κλῠτόδενδρος: -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.