φιλόδενδρος

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδενδρος Medium diacritics: φιλόδενδρος Low diacritics: φιλόδενδρος Capitals: ΦΙΛΟΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: philódendros Transliteration B: philodendros Transliteration C: filodendros Beta Code: filo/dendros

English (LSJ)

φιλόδενδρον, fond of trees or the wood, APl.4.233 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1279] die Bäume, den Wald liebend, Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les bois.
Étymologie: φίλος, δένδρον.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδενδρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ δένδρα ἢ τὰ δάση, Ἀνθ. Παλατ. 233.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόδενδρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο
βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200-250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και, σπανιότερα, ποωδών φυτών χωρίς βλαστό
β) καταχρηστική ονομασία του είδους φυτών Μonstera deliciosa τα οποία καλλιεργούνται, συνήθως, ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων
αρχ.
αυτός που αγαπά τα δέντρα, τη φυτική βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. ὀλιγό-δενδρος. Το ουδ. φιλόδενδρο(ν), ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. philodendron].

Greek Monotonic

φῐλόδενδρος: -ον, αυτός που αγαπά τα δέντρα ή το ξύλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλό-δενδρος, ον,
fond of trees or the wood, Anth.