διαμόρφωσις: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] ἡ, Gestaltung, καὶ [[διατύπωσις]] [[ἀνδρείκελος]] Plut. Alex. 72, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] ἡ, [[Gestaltung]], καὶ [[διατύπωσις]] [[ἀνδρείκελος]] Plut. Alex. 72, u. a. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαμόρφωσις:''' εως ἡ [[образование]], [[формирование]] (τῆς ὕλης Plut.).
|elrutext='''διαμόρφωσις:''' εως ἡ [[образование]], [[формирование]] (τῆς ὕλης Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=διαμόρφωσις -εως, ἡ [διαμορφόω] [[omvorming]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμόρφωσις''': -εως, ἡ, [[μόρφωσις]], [[σχηματισμός]], [[πλάσις]], Πλούτ. 2. 1023C· - τὸ [[ὕφος]], χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.
|lstext='''διαμόρφωσις''': -εως, ἡ, [[μόρφωσις]], [[σχηματισμός]], [[πλάσις]], Πλούτ. 2. 1023C· - τὸ [[ὕφος]], χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.
}}
{{elnl
|elnltext=διαμόρφωσις -εως, ἡ [διαμορφόω] [[omvorming]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 20 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμόρφωσις Medium diacritics: διαμόρφωσις Low diacritics: διαμόρφωσις Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: diamórphōsis Transliteration B: diamorphōsis Transliteration C: diamorfosis Beta Code: diamo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A forming, shaping, τῆς ὕλης Plu.2.1023c; ἐμβρύων Ath.Med. ap. Orib.22.9.1. II gesture, 'business', in acting, Demetr.Eloc.195.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 configuración τῶν ἐμβρύων Ath.Med. en Orib.Inc.16.1, τῆς ὕλης Plu.2.1023c, 1031a, τῶν αἰσθητῶν Procl.in Ti.2.281, cf. in Euc.148.3, διατύπωσις ... καὶ δ. Plu.Alex.72.
2 ademán, gesto en la escena δ. πρὸς τὸν ὑποκριτὴν πεποιημένη Demetr.Eloc.195.

German (Pape)

[Seite 590] ἡ, Gestaltung, καὶ διατύπωσις ἀνδρείκελος Plut. Alex. 72, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de façonner.
Étymologie: διαμορφόω.

Russian (Dvoretsky)

διαμόρφωσις: εως ἡ образование, формирование (τῆς ὕλης Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμόρφωσις -εως, ἡ [διαμορφόω] omvorming.

Greek (Liddell-Scott)

διαμόρφωσις: -εως, ἡ, μόρφωσις, σχηματισμός, πλάσις, Πλούτ. 2. 1023C· - τὸ ὕφος, χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.