μεσάγκυλον: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesagkylon | |Transliteration C=mesagkylon | ||
|Beta Code=mesa/gkulon | |Beta Code=mesa/gkulon | ||
|Definition=τό, [[javelin with a thong]] (ἀγκύλη) for throwing it by, | |Definition=τό, [[javelin with a thong]] ([[ἀγκύλη]]) for throwing it by, E.''Ph.''1141, ''Andr.''1133, Men.562.2, Plb.22.3.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, javelin with a thong (ἀγκύλη) for throwing it by, E.Ph.1141, Andr.1133, Men.562.2, Plb.22.3.9.
German (Pape)
[Seite 136] τό, sc. ἀκόντιον, ein Wurfspieß, der den Wurfriemen, ἀγκύλη, in der Mitte hat, VLL.; τόξοισι καὶ μεσαγκύλοις ἐμαρνάμεσθα, Eur. Phoen. 1148; Andr. 1134, vgl. Schol.; Men. fr. inc. 37; Pol. 23, 1; Plut. Philop. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
javelot qu'on lance à l'aide d'une courroie placée au milieu.
Étymologie: μέσος, ἀγκύλη.
Russian (Dvoretsky)
μεσάγκῠλον: τό копье с метательным ремнем Eur., Polyb. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μεσάγκῠλον: τό, ἀκόντιον, μετ’ ἀγκύλης (λωρίου), δι’ ἧς ἐξηκοντίζετο, Εὐρ. Φοίν. 1141, Ἀνδρ. 1133, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 37, Πολύβ. 23. 1, 9.
Greek Monolingual
μεσάγκυλον, τὸ (Α)
μακρύ ακόντιο τών πελταστών κυρίως, αλλά και τών κυνηγών, με αγκύλη στο μέσο, η οποία βοηθούσε στην εξακόντισή του με μεγαλύτερη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἀγκύλη.
Greek Monotonic
μεσάγκῠλον: τό, ακόντιο με λωρίδα (ἀγκύλη), με την οποία εξακοντιζόταν, σε Ευρ.
Middle Liddell
μεσ-άγκῠλον, ου, τό,
a javelin with a strap (ἀγκύλἠ for throwing it by, Eur.