μυριετής: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυριετής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] [[πολλά]] [[χρόνια]], [[πολυετής]], [[πολυχρόνιος]] («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), | |mltxt=[[μυριετής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] [[πολλά]] [[χρόνια]], [[πολυετής]], [[πολυχρόνιος]] («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), [[πρβλ]]. [[χιλιετής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:33, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.Pr.94 (anap.), Pl.Epin.987a; βίος Arist.GA745a33; of a man, AP9.242 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 219] ές, von unendlich vielen Jahren, unendlich lang; χρόνος, Aesch. Prom. 94; Antiphil. 41 (IX, 242); Diosc. 6 (XII, 171); auch Plat. Epin. 987 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un nombre infini d'années.
Étymologie: μυρίοι, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
μῡριετής: длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Aesch.; βίος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριετής: -ές, ὁ μυρίων ἐτῶν, μακρότατος, χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 94, Πλάτ. Ἐπιν. 987Α· βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 6, 52. ἐπὶ ἀνδρός, μακρόβιος, Ἀνθ. Π. 9. 242.
Greek Monolingual
μυριετής, -ές (Α)
1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλιετής].
Greek Monotonic
μῡριετής: -ές (ἔτος), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μῡρι-ετής, ές ἔτος
of 10, 000 years: of countless years, Aesch.