παρωρείτης: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroreitis | |Transliteration C=paroreitis | ||
|Beta Code=parwrei/ths | |Beta Code=parwrei/ths | ||
|Definition= | |Definition=παρωρείτου, ὁ, [[mountaineer]], Πάν ''APl.''4.235 (Apollonid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:59, 25 August 2023
English (LSJ)
παρωρείτου, ὁ, mountaineer, Πάν APl.4.235 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 530] ὁ, der neben einem Berge Wohnende, Gebirgsanwohner, Πάν, Apollnds 10 (Plan. 235).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui réside près des montagnes.
Étymologie: παρώρεια.
Greek (Liddell-Scott)
παρωρείτης: -ου, ὁ, ὀρεινός, ὁ παρὰ τὰ ὄρη διαιτώμενος, Πὰν Ἀνθ. Πλαν. 235.
Greek Monolingual
ο, Α παρώρεια
αυτός που κατοικεί ή συχνάζει στις πλαγιές τών βουνών.
Greek Monotonic
παρωρείτης: -ου, ὁ (ὄρος, Λατ. mons), ορεσίβιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
παρ-ωρείτης, ου, ὁ, ὄρος mons]
a mountaineer, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ὀρεινός, κάτοικος πλαγιᾶς βουνοῦ). Ἀπό τό παρά + ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.