στάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stalagma
|Transliteration C=stalagma
|Beta Code=sta/lagma
|Beta Code=sta/lagma
|Definition=[στᾰ], ατος, τό, ([[σταλάσσω]]) [[that which drops]], a [[drop]], A.''Eu.''802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.''Ant.''1239; [[πώμα]]τος Philostr. ''VA''3.25: dub. sens. in ''BGU''531 ii 16 (i A.D.).
|Definition=[στᾰ], ατος, τό, ([[σταλάσσω]]) [[that which drops]], a [[drop]], A.''Eu.''802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1239; [[πώμα]]τος Philostr. ''VA''3.25: dub. sens. in ''BGU''531 ii 16 (i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:39, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰ́λαγμα Medium diacritics: στάλαγμα Low diacritics: στάλαγμα Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: stálagma Transliteration B: stalagma Transliteration C: stalagma Beta Code: sta/lagma

English (LSJ)

[στᾰ], ατος, τό, (σταλάσσω) that which drops, a drop, A.Eu.802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.Ant.1239; πώματος Philostr. VA3.25: dub. sens. in BGU531 ii 16 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 928] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.

Russian (Dvoretsky)

στάλαγμα: ατος (τᾰ) τό досл. капля, перен. струя: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.

Greek (Liddell-Scott)

στάλαγμα: τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, σταγών, Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν σταλάζω
σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ροή σταγόνων, σταλαγμός
2. υδρορρόη.

Greek Monotonic

στάλαγμα: τό, υγρό που πέφτει σε σταγόνες, σταγόνα, απόσταγμα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

στάλαγμα, ατος, τό,
that which drops, a drop, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

trickle, what is distilled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)