τριώρυγος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] ([[πρβλ]]. [[πεντώρυγος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 16:35, 11 May 2023
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.
Russian (Dvoretsky)
τρῐώρυγος: Xen. v. l. = τριόργυιος.
Greek (Liddell-Scott)
τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντώρυγος)].
Greek Monotonic
τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.
Middle Liddell
τρι-ώρῠγος, ον, ὀργυιά
of three fathoms, Xen.