ἀποστομόω: Difference between revisions
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostomoo | |Transliteration C=apostomoo | ||
|Beta Code=a)postomo/w | |Beta Code=a)postomo/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[stop the mouth of]], Cerc.11.7: hence, [[block]], [[stop up]], τὰς διώρυχας Plb.''Fr.''117.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀποστομίζω]] ''1'', ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14, cf. Luc.''Tim.''10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
A stop the mouth of, Cerc.11.7: hence, block, stop up, τὰς διώρυχας Plb.Fr.117.
II = ἀποστομίζω 1, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14, cf. Luc.Tim.10.
Spanish (DGE)
1 cerrar la boca Cerc.9.7
•bloquear, obturar τὰς διώρυχας Plb.Fr.117
•taponar ἀγγεῖον Gal.10.512.
2 embotar, reducir el filo (ὅπλα) ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14
•fig. de los rayos de Zeus ἀπεστομωμέναι εἰσὶ δύο ἀκτῖνες Luc.Tim.10.
German (Pape)
[Seite 327] 1) dasselbe, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς Dion. Hal. 6, 14; vom Blitz des Jupiter, Luc. Tim. 10. – 2) den Mund verschließen; übh. verstopfen, διώρυγας Pol. frg. gr. 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
émousser.
Étymologie: ἀπό, στομόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομόω: κλείω τὸ στόμα τινός, κλείω, φράττω, Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ ἀναστομόω. ΙΙ. = ἀποστομίζω 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστομόω:
1 затыкать (διώρυγας Polyb.);
2 притуплять (ἀκτῖνες ἀπεστομωμέναι Luc.).
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κλείνω τό στόμα κάποιου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπό + στόμα.
Παράγωγα: ἀποστόμωσις, ἀποστομίζω, ἀποστοματίζω (=ἀποστηθίζω), ἀποστομάτισμα.