ἐρίκλαυστος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[pleuré avec beaucoup de larmes]].<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κλαίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 17:15, 8 January 2023
English (LSJ)
v. ἐρίκλαυτος.
German (Pape)
[Seite 1029] 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pleuré avec beaucoup de larmes.
Étymologie: ἐρι-, κλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίκλαυστος: καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. πολύκλαυστος, πολυθρήνητος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.
Greek Monolingual
ἐρίκλαυστος, -ον και ἐρίκλαυτος, -ον (Α)
1. αυτός που κλαίει πολύ
2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)].
Greek Monotonic
ἐρίκλαυστος: και -κλαυτος, -ον, αυτός που κλαίει πολύ, βροντερός, σε Ανθ.