ἐπιπόδιος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipodios | |Transliteration C=epipodios | ||
|Beta Code=e)pipo/dios | |Beta Code=e)pipo/dios | ||
|Definition=α, ον, [[upon the feet]], | |Definition=α, ον, [[upon the feet]], S.''OT''1350 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:24, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
Greek Monolingual
ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.