οἰκουρικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikourikos
|Transliteration C=oikourikos
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Definition=ή, όν, [[inclined to keep at home]]: <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>16</span>.
|Definition=οἰκουρική, οἰκουρικόν, [[inclined to keep at home]]: <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], Luc. ''Fug.''16.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρικός Medium diacritics: οἰκουρικός Low diacritics: οικουρικός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: oikourikós Transliteration B: oikourikos Transliteration C: oikourikos Beta Code: oi)kouriko/s

English (LSJ)

οἰκουρική, οἰκουρικόν, inclined to keep at home: τὸ-κόν, = οἰκουρία, Luc. Fug.16.

German (Pape)

[Seite 303] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
casanier, sédentaire.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.

Greek Monolingual

οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) οικουρός
1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόν
η διαμονή στο σπίτι.
επίρρ...
οἰκουρικῶς (Μ)
με οικουρικό τρόπο.

Greek Monotonic

οἰκουρικός: -ή, -όν (οἰκουρέω), αυτός που έχει την τάση να παραμένει συνεχώς στο σπίτι· τὸ -κόν = οἰκουρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

οἰκουρικός, ή, όν οἰκουρέω
inclined to keep at home: — τὸ -κόν, = οἰκουρία, Luc.