περιπλανής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>) | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>) [[πρβλ]]. [[οδοιπλανής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, wandering about, Plu.2.1001e.
German (Pape)
[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλᾰνής: блуждающий (вокруг), странствующий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοιπλανής].