φοιβόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), | |mltxt=-η, -ο / [[φοιβόληπτος]], -ον, ΝΑ, και ιων. τ. [[φοιβόλαμπτος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διακατέχεται από ποιητική [[έμπνευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο [[προφητικός]] («τὴν φοιβόληπτον [[χελιδόνα]]», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ληπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. [[νυμφόληπτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.). | |elrutext='''φοιβόληπτος:''' [[одержимый Фебом]], [[боговдохновенный]] ([[ὥσπερ]] [[ἐπίπνους]] καὶ φ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 10 May 2023
English (LSJ)
Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.
German (Pape)
[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.
Greek Monolingual
-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφόληπτος].
Russian (Dvoretsky)
φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).