ἐξαπιναῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαπίναιος]], -α, -ον και ἐξαπιναῖος, -α, -ον και ἐξαπίναῖος, -ον (Α) [[εξαπίνης]]<br />[[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ἐξαπιναίαις | |mltxt=[[ἐξαπίναιος]], -α, -ον και ἐξαπιναῖος, -α, -ον και ἐξαπίναῖος, -ον (Α) [[εξαπίνης]]<br />[[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ἐξαπιναίαις συμφοραῖς», Δίων Κάσσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐξαπιναίως</i><br />αιφνίδια, [[ξαφνικά]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξᾰπῐναῖος:''' и 2 неожиданный, внезапный ([[ἔφοδος]] Xen., Polyb.). | |elrutext='''ἐξᾰπῐναῖος:''' и 2 неожиданный, внезапный ([[ἔφοδος]] Xen., Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 6 February 2024
German (Pape)
[Seite 870] α, ον, auch 2. E., Hippocr., Pol. 26, 6, 1, plötzlich, unvermuthet; πολεμίων ἐφόδους κρυφαίας καὶ ἐξαπιναίας Xen. Hier. 10, 6; Sp. – Adv., Thuc. 1, 117 u. öfter; Xen. u. A.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
soudain, subit.
Étymologie: ἐξαπίνης.
Greek Monolingual
ἐξαπίναιος, -α, -ον και ἐξαπιναῖος, -α, -ον και ἐξαπίναῖος, -ον (Α) εξαπίνης
αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῖς», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
ἐξαπιναίως
αιφνίδια, ξαφνικά.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰπῐναῖος: и 2 неожиданный, внезапный (ἔφοδος Xen., Polyb.).