μουσομανής: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μουσομανής]], -ές (Α)<br />[[λάτρης]] τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και γενικά τις καλές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), | |mltxt=[[μουσομανής]], -ές (Α)<br />[[λάτρης]] τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και γενικά τις καλές τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεομανής]], [[νυμφομανής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:55, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, A devoted to melody, τέττιξ AP10.16 (Theaet.). 2 v. foreg.
German (Pape)
[Seite 211] ές, von den Musen verzückt, begeistert, die Musenkünste leidenschaftlich liebend; τέττιξ, Theaet. Schol. 2 (X, 16); vgl. Soph. frg. 747 bei Plut. non posse. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.
Étymologie: μοῦσα, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
μουσομᾰνής: одержимый музами, увлеченный искусством (τέττιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσομᾰνής: -ές, ὁ περιπαθῶς ἀφωσιωμένος εἰς τὰς Μούσας, εἰς τὴν μουσικὴν ἢ εἰς τὰς καλὰς τέχνας, Σοφ. Ἀποσπ. 747· τέττιξ Ἀνθ. Π. 10. 16.
Greek Monolingual
μουσομανής, -ές (Α)
λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεομανής, νυμφομανής].
Greek Monotonic
μουσομᾰνής: -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ.
Middle Liddell
μουσο-μᾰνής, ές
devoted to the Muses, Anth.