φιλήνεμος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] ([[πρβλ]]. [[πυρήνεμος]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:46, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, (ἄνεμος) loving the wind, πίτυς Plu.2.676a; (of bellows) αὐλός AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1277] den Wind liebend, αὐλὸς καμινευτήρ Philp. 16 (VI, 92); dem Winde ausgesetzt, windig, πίτυς Alciphr. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le vent, exposé au vent, venté.
Étymologie: φίλος, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνεμος:
1 обвеваемый ветрами (πίτυς Plut.);
2 любящий дуновение (уст) (αὐλός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ ἀγαπῶν τὸν ἄνεμον, πίτυς Πλούτ. 2. 676Α· αὐλὸς Ἀνθ. Παλ. 6. 92.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄνεμος (πρβλ. πυρήνεμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῐλήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που αγαπά τον άνεμο· λέγεται για πνευστό φλάουτο, σε Ανθ.
Middle Liddell
φῐλ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
loving wind: of a flute, played by the breath, Anth.