φιλήνεμος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
φιλήνεμον, (ἄνεμος) loving the wind, πίτυς Plu.2.676a; (of bellows) αὐλός AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1277] den Wind liebend, αὐλὸς καμινευτήρ Philp. 16 (VI, 92); dem Winde ausgesetzt, windig, πίτυς Alciphr. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le vent, exposé au vent, venté.
Étymologie: φίλος, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνεμος:
1 обвеваемый ветрами (πίτυς Plut.);
2 любящий дуновение (уст) (αὐλός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ ἀγαπῶν τὸν ἄνεμον, πίτυς Πλούτ. 2. 676Α· αὐλὸς Ἀνθ. Παλ. 6. 92.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄνεμος (πρβλ. πυρήνεμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῐλήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που αγαπά τον άνεμο· λέγεται για πνευστό φλάουτο, σε Ανθ.
Middle Liddell
φῐλ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
loving wind: of a flute, played by the breath, Anth.