τίλων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΑ<br />(στη νεοελλ. μόνο [[λόγιος]] τ.) <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων <span style="color: red;"><</span> [[τῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>τύλ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΑ<br />(στη νεοελλ. μόνο [[λόγιος]] τ.) <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων <span style="color: red;"><</span> [[τῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γάστρων]], [[τύλων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλων Medium diacritics: τίλων Low diacritics: τίλων Capitals: ΤΙΛΩΝ
Transliteration A: tílōn Transliteration B: tilōn Transliteration C: tilon Beta Code: ti/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a fish of the Thracian lake Prasias, Hdt.5.16, Arist. HA568b25, 602b26 (with vv.ll. τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων, τριλών).

German (Pape)

[Seite 1114] ωνος, ὁ, s. τίλλων.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
mieux que τίλλων;
sorte de poisson du lac Prasias en Thrace.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

τίλων: ωνος ὁ тилон (рыба во фракийском оз. Πρασιάς) Her., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τίλων: -ωνος, ὁ, ἰχθὺς τῆς Θρακικῆς λίμνης (νῦν Μακεδονικῆς) Πρασιάδος (Κερκινίτιδος), τῶν δὲ ἰχθύων ἐστί γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας Ἡρόδ. 5. 16, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 11., 8. 20, 2 (μετὰ διαφόρ. γραφῶν τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων).

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΑ
(στη νεοελλ. μόνο λόγιος τ.) ζωολ. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων < τῖλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρων, τύλων)].

Greek Monotonic

τίλων: ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τίλων, ονος, ὁ,
a fish of the Thracian lake Prasias, Hdt.