ἁμαξίτης: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amaksitis | |Transliteration C=amaksitis | ||
|Beta Code=a(maci/ths | |Beta Code=a(maci/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, of or for [[wagon]], [[φόρτος]] | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, of or for [[wagon]], [[φόρτος]] ''AP'' 9.306 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).
German (Pape)
[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.
Greek Monolingual
ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].
Greek Monotonic
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἅμαξα
of or for a wagon, Anth.