Λαύρειον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Λαύρειον]] και [[Λαύρεον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λαύριο]].
|mltxt=το (Α [[λαύρειον]] και [[λαύρεον]] και [[λαύριον]])<br /> <b>ως κύριο όν.</b> <i>το [[Λαύριο]]</i> ([[Λαύριον]]) ή <b>αρχ.</b> [[Λαύρειον]] ή [[Λαύρεον]]<br /> παράλια [[πόλη]] στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>μτφ.</b> πολύ προσοδοφόρα [[επιχείρηση]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαύρα]], λόγω των ορυχείων της περιοχής].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:03, 12 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λαύρειον Medium diacritics: Λαύρειον Low diacritics: Λαύρειον Capitals: ΛΑΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: Laúreion Transliteration B: Laureion Transliteration C: Layreion Beta Code: *lau/reion

English (LSJ)

τό, promontory in the south of Attica, famous for its silvermines, Hdt.7.144, Th.2.55, EM533.34, etc.; Λαύρεον, IG22.1582.67, al.; later Λαύριον, Paus.1.1.1:—Adj. Λαυρεωτικός or Λαυρειωτικός, ή, όν, from Laureion, of Mt. Laurium, Ar.Av.1106, Plu.Nic.4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que Λαύριον;
Laureion ou Laurion, mont. de l'Attique près de Sounion.
Étymologie:λᾶς de *λαϜ(α)ρ-.

Greek (Liddell-Scott)

Λαύρειον: τό, τόπος ἐν Ἀττικῇ ἔνθα ἦσαν τὰ περίφημα ἐν τῇ ἀρχαιότητι ἀργύρεια μέταλλα, Ἡρόδ. 7. 144, Θουκ. 2. 55, κτλ.· ― Λαυρειωτικὸς ἢ Λαυρεωτικός, ή, όν, ἐκ τοῦ ὄρους Λαυρείου, ἴδε ἐν λέξ. γλαῦξ. ― Ἴδε καὶ Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 41 κἑξ.

Greek Monolingual

το (Α λαύρειον και λαύρεον και λαύριον)
ως κύριο όν. το Λαύριο (Λαύριον) ή αρχ. Λαύρειον ή Λαύρεον
παράλια πόλη στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της
νεοελλ.
μτφ. πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαύρα, λόγω των ορυχείων της περιοχής].

Greek Monotonic

Λαύρειον: τό, περιοχή στα νότια της Αττικής, περίφημη για τα μεταλλεία αργύρου, σε Ηρόδ., Θουκ.· Λαυριωτικός, , -όν, από το βουνό του Λαυρίου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Λαύρειον, ου, τό,
a mountain in the S. of Attica, famous for its silver-mines, Hdt., Thuc.

Wikipedia EN

Lavrio, Lavrion, Laureion or Laurium (Greek: Λαύριο; Ancient Greek: Λαύρειον (later Λαύριον); from Middle Ages until 1908: Εργαστήρια Ergastiria) is a town in southeastern part of Attica, Greece. It is part of Athens metropolitan area and the seat of the municipality of Lavreotiki. Laurium was famous in Classical antiquity for its silver mines, which was one of the chief sources of revenue of the Athenian state. The metallic silver was mainly used for coinage. The Archaeological Museum of Lavrion shows much of the story of these mines.