ἑτοιμομεμφής: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimomemfis | |Transliteration C=etoimomemfis | ||
|Beta Code=e(toimomemfh/s | |Beta Code=e(toimomemfh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑτοιμομεμφές, [[ready to censure]], Eust.873.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτοιμομεμφές, ready to censure, Eust.873.3.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
Greek Monolingual
ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλομεμφής].