φάγαινα: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fagaina | |Transliteration C=fagaina | ||
|Beta Code=fa/gaina | |Beta Code=fa/gaina | ||
|Definition=[φᾰ], ἡ, < | |Definition=[φᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία]], Ammon.''Diff.'' p.136V.<br><span class="bld">II</span> = [[φαγέδαινα]] 1.1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V.
II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγραινα, φλύκταινα)].