ναυαρχίδα: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ναυαρχίς]])<br />πολεμικό [[πλοίο]], [[συνήθως]] ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο [[ναύαρχος]] ή, γενικότερα, ο [[αρχηγός]] του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, [[ναυαρχίδα]]», Βαλαωρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυβερνήτης]] ναυαρχίδας» και «[[κυβερνήτης]] σημαίας» — ο [[ανώτερος]] [[αξιωματικός]] που κυβερνά τη [[ναυαρχίδα]] και που έχει, [[συνήθως]], βαθμό πλοιάρχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] [[πόλεων]], [[ιδίως]] της Λαοδικείας και της Τύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύαρχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[γυμνασιαρχίς]], [[στολαρχίς]])].
|mltxt=η (Α [[ναυαρχίς]])<br />πολεμικό [[πλοίο]], [[συνήθως]] ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο [[ναύαρχος]] ή, γενικότερα, ο [[αρχηγός]] του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, [[ναυαρχίδα]]», Βαλαωρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυβερνήτης]] ναυαρχίδας» και «[[κυβερνήτης]] σημαίας» — ο [[ανώτερος]] [[αξιωματικός]] που κυβερνά τη [[ναυαρχίδα]] και που έχει, [[συνήθως]], βαθμό πλοιάρχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] [[πόλεων]], [[ιδίως]] της Λαοδικείας και της Τύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύαρχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[γυμνασιαρχίς]], [[στολαρχίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (Α ναυαρχίς)
πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.)
νεοελλ.
φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας» και «κυβερνήτης σημαίας» — ο ανώτερος αξιωματικός που κυβερνά τη ναυαρχίδα και που έχει, συνήθως, βαθμό πλοιάρχου
αρχ.
προσωνυμία πόλεων, ιδίως της Λαοδικείας και της Τύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύαρχος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. γυμνασιαρχίς, στολαρχίς)].