Φαληρεύς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ житель или уроженец Фалера Her. | |elrutext='''Φᾰληρεύς:''' έως ὁ [[житель или уроженец Фалера]] Her. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 11 May 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ, a Phalerian, Hdt. 5.63, etc.; fem. Φαληρίς, -ίδος, St.Byz.; Adj. Φαληρικός, ή, όν, Th. 2.13, Ar. Ach. 901, al.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. Φαληρίς, -ίδος, Α
ο κάτοικος του Φαλήρου, Φαληριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Λεσβίς)].
Russian (Dvoretsky)
Φᾰληρεύς: έως ὁ житель или уроженец Фалера Her.