μυρμηκίτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυρμηκῑτις, ἡ (Α)<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου που δίνει την [[εντύπωση]] έρποντος μυρμηγκιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]», <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[κυαμίτις]])].
|mltxt=μυρμηκῖτις, ἡ (Α)<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου που δίνει την [[εντύπωση]] έρποντος μυρμηγκιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]», <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[κυαμίτις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

μυρμηκῖτις, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου που δίνει την εντύπωση έρποντος μυρμηγκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι», + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. κυαμίτις)].