σμιλιωτός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smiliotos | |Transliteration C=smiliotos | ||
|Beta Code=smiliwto/s | |Beta Code=smiliwto/s | ||
|Definition= | |Definition=σμιλιωτή, σμιλιωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[shaped like a]] [[σμιλίον]], Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90.<br><span class="bld">II</span> = [[κοπίσκος]], a kind of [[λίβανος]], Dsc.1.68. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
σμιλιωτή, σμιλιωτόν,
A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90.
II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.
German (Pape)
[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.
Greek Monolingual
και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].