χωροφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chorofylaks | |Transliteration C=chorofylaks | ||
|Beta Code=xwrofu/lac | |Beta Code=xwrofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[guard]] or [[watcher]] of a [[country]] or [[place]], | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[guard]] or [[watcher]] of a [[country]] or [[place]], ''Glossaria'', dub. in ''CIG''5040 (Nubia). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, guard or watcher of a country or place, Glossaria, dub. in CIG5040 (Nubia).
German (Pape)
[Seite 1388] ακος, ὁ, Wächter des Landes, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωροφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλαξ φυλάττων χώραν τινὰ ἢ τόπον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5040, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Bockh.
Greek Monolingual
χωροφύλακας, ο και η / χωροφύλαξ, -ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν
νεοελλ.
οπλίτης της χωροφυλακής
μσν.-αρχ.
ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χῶρος + φύλαξ, -ακας (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].