πλουσιόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plousiocheir | |Transliteration C=plousiocheir | ||
|Beta Code=plousio/xeir | |Beta Code=plousio/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[open-handed]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ὀμπνιόχειρ]]. | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[open-handed]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ὀμπνιόχειρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουσιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μεγαλόδωρος, «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. ὀμπνιόχειρ.
Greek Monolingual
-ειρος, ὁ, ἡ, Α
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονόχειρ, ομπνιόχειρ].