νεότμητος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neotmitos | |Transliteration C=neotmitos | ||
|Beta Code=neo/tmhtos | |Beta Code=neo/tmhtos | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[νεότματος]], ον, [[newly cut off]], [[divided]], Pl.''Ti.''80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. νεότματος, ον, newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.
German (Pape)
[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
νεότμητος: дор. νεότμᾱτος 2
1 свежесрезанный (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);
2 свежескроенный (κρηπῖδες Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, -ον)
αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινότμητος, ημίτμητος].
Greek Monotonic
νεότμητος: Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,
newly cut, Theocr.