νεκυάμβατος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekyamvatos | |Transliteration C=nekyamvatos | ||
|Beta Code=nekua/mbatos | |Beta Code=nekua/mbatos | ||
|Definition= | |Definition=νεκυάμβατον, ([[ἀναβαίνω]]) of Charon's boat, [[embarked in by the dead]], Epic. ap. Paus.10.28.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
νεκυάμβατον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat, embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.
German (Pape)
[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.
Greek Monolingual
νεκυάμβατος, -ον (Α)
(για το πλοίο του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. ανάμβατος, πετράμβατος].