οὐροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ourodochos
|Transliteration C=ourodochos
|Beta Code=ou)rodo/xos
|Beta Code=ou)rodo/xos
|Definition=ον, [[holding urine]], Gal. 8.373, 19.363, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>82</span>.
|Definition=οὐροδόχον, [[holding urine]], Gal. 8.373, 19.363, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''82.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐροδόχος Medium diacritics: οὐροδόχος Low diacritics: ουροδόχος Capitals: ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: ourodóchos Transliteration B: ourodochos Transliteration C: ourodochos Beta Code: ou)rodo/xos

English (LSJ)

οὐροδόχον, holding urine, Gal. 8.373, 19.363, Sch.Ar.Ach.82.

German (Pape)

[Seite 419] den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐροδόχος: -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· οὐροδόχος κύστις Γαλην. ΙΙ, 239C.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].