ἄστεγος: Difference between revisions
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astegos | |Transliteration C=astegos | ||
|Beta Code=a)/stegos | |Beta Code=a)/stegos | ||
|Definition= | |Definition=ἄστεγον, ([[στέγη]])<br><span class="bld">A</span> [[without roof]], [[houseless]], Ps.-Phoc.24, [[LXX]] ''Is.'' 58.7, App.''Hisp.''78; [[unprotected]], [[exposed]], Ph.1.574.<br><span class="bld">II</span> ([[στέγω]]) Act., [[not holding]]: metaph., <b class="b3">ἄ. χείλεσι</b> [[unable to keep]] one's mouth [[shut]], [[given to prating]], [[LXX]] ''Pr.''10.8; <b class="b3">στόμα ἄ.</b> ib.26.28. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄστεγον, (στέγη)
A without roof, houseless, Ps.-Phoc.24, LXX Is. 58.7, App.Hisp.78; unprotected, exposed, Ph.1.574.
II (στέγω) Act., not holding: metaph., ἄ. χείλεσι unable to keep one's mouth shut, given to prating, LXX Pr.10.8; στόμα ἄ. ib.26.28.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene techo, que no tiene cobijo de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX Is.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.Hisp.78, αὐτός Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.
2 fig. que no pone techo, que no pone freno ἄστεγον στόμα charlatán LXX Pr.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios, que no puede estar callado LXX Pr.10.8.
German (Pape)
[Seite 374] (στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -στεγος < στέγη].