φύσκων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φύσγων]], -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[παρωνύμιο]] του Πιττακού) [[κοιλαράς]], [[προγάστωρ]]<br /><b>2.</b> [[ρίψη]] βόλων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύσκη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρχ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=και [[φύσγων]], -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[παρωνύμιο]] του Πιττακού) [[κοιλαράς]], [[προγάστωρ]]<br /><b>2.</b> [[ρίψη]] βόλων, [[ζαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύσκη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[ἄρχων]])].
}}
}}

Revision as of 16:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκων Medium diacritics: φύσκων Low diacritics: φύσκων Capitals: ΦΥΣΚΩΝ
Transliteration A: phýskōn Transliteration B: physkōn Transliteration C: fyskon Beta Code: fu/skwn

English (LSJ)

or φυσκών, ῶνος, ὁ, A pot-belly, nickname given to Pittacus, Alc.37B; freq. of Ptolemy VII, J.AJ12.4.11, etc. 2 a throw of the dice, Poll.7.205.

German (Pape)

[Seite 1319] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
ventru.
Étymologie: φύσκη.

Russian (Dvoretsky)

φύσκων: ωνος ὁ толстобрюхий, пузан Plut., Diod., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκων: ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, γάστρων, προγάστωρ, ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, εἶδος βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, βόλος πρανής... φύσκων».

Greek Monolingual

και φύσγων, -ωνος, ή φυσκών, -ῶνος, ὁ Α
1. (κυρίως ως παρωνύμιο του Πιττακού) κοιλαράς, προγάστωρ
2. ρίψη βόλων, ζαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσκη + επίθημα -ων (πρβλ. ἄρχων)].