μελέτωρ: Difference between revisions
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]], [[τιμωρός]] («ἐφάνη γὰρ [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] «[[προνοώ]], [[φροντίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]], [[τιμωρός]] («ἐφάνη γὰρ [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] «[[προνοώ]], [[φροντίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[διδάκτωρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:55, 13 May 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, (μέλω) one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.
Russian (Dvoretsky)
μελέτωρ: ορος ὁ покровитель, заступник, мститель (ἀμφί τινα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.
Greek Monolingual
μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκτωρ)].
Greek Monotonic
μελέτωρ: -ορος, ὁ (μέλω), αυτός που φροντίζει για κάτι, τιμωρός, ἀμφί τινα, σε Σοφ.
Middle Liddell
μελέτωρ, ορος, ὁ, μέλω
one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα Soph.