ἀπερωεύς: Difference between revisions
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperoeys | |Transliteration C=aperoeys | ||
|Beta Code=a)perweu/s | |Beta Code=a)perweu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, [[thwarter]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς | |Definition=-έως, ὁ, [[thwarter]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ, thwarter, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
entorpecedor, sofrenador c. gen. ἐμῶν μενέων Il.8.361.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, der Vereitler, Verhinderer, ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.
French (Bailly abrégé)
έως, épq. ῆος (ὁ) :
qui arrête.
Étymologie: ἀπερωέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερωεύς: έως, эп. ῆος ὁ разрушитель, помеха (μενέων τινός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερωεύς: έως, κωλυτής, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.
English (Autenrieth)
(ἀπερωέω): thwarter; μενέων, Il. 8.361†.
Greek Monolingual
ἀπερωεύς (-έως), ο (Α) απερωέω
αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει.
Greek Monotonic
ἀπερωεύς: -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει εμπόδιο σε κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀπερωέω
a thwarter, Il.