ἄκρις: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akris | |Transliteration C=akris | ||
|Beta Code=a)/kris | |Beta Code=a)/kris | ||
|Definition=ιος, ἡ, (ἄκρος) Ep.Noun, [[hill-top]], [[mountain peak]], Hom. only in Od., always in plural, <b class="b3">ἄκριες ἠνεμόεσσαι</b> windy [[mountain tops]], | |Definition=ιος, ἡ, ([[ἄκρος]]) Ep.Noun, [[hill-top]], [[mountain peak]], Hom. only in Od., always in plural, <b class="b3">ἄκριες ἠνεμόεσσαι</b> windy [[mountain tops]], Od. 9.400, cf. ''h.Cer.''382; <b class="b3">δι' ἄκριας</b> through [[hill-country]], Od.10.281:—sg., Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος ''Epigr.Gr.''1035.8 (Pergam.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ιος, ἡ, (ἄκρος) Ep.Noun, hill-top, mountain peak, Hom. only in Od., always in plural, ἄκριες ἠνεμόεσσαι windy mountain tops, Od. 9.400, cf. h.Cer.382; δι' ἄκριας through hill-country, Od.10.281:—sg., Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος Epigr.Gr.1035.8 (Pergam.).
Spanish (DGE)
(ἄκρῐς) -ιος, ἡ
• Morfología: [gen. -εως IG 5(1).1370.6 (Mesenia I a.C.); ac. plu. ἄκριας Hsch.]
altura, cima ἄκριες ἠνεμόεσσαι Od.9.400, 16.365, h.Hom.27.4, δι' ἄκριας Od.14.2, 10.281, ὑπὲρ ἄκριας Αἰθιοπήων A.R.3.1192, Πηλίου αἰπεινὰς ... ἄκριας A.R.1.520, Περγαμίης ὑπὲρ ἄκ[ρι] ος Orác. en IGR 4.360.18 (Pérgamo II d.C.), cf. h.Cer.382, A.R.3.166, Hsch.
German (Pape)
[Seite 82] ιος, ἡ, ion. = ἄκρα, Bergspitze, Hom. viermal, immer acc. plur. u. vierter Fuß, Od. 16, 565 ἔπ ἄκριας ἠνεμοέσσας, 9, 400 δῖ ἄκριας ἠνεμοέσσας; δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος 10, 281, δι' ἄκριας, ᾗ οἱ Αθήνη
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
1 sommet d'une montagne;
2 région montagneuse.
Étymologie: ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρις: ιος ἡ только pl. горная вершина, высота Hom., HH.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρις: -ιος, ἡ, (ἄκρος) Ἐπ. ὄνομ., κορυφὴ ὄρους, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε κατὰ πληθ. ἄκριες ἠνεμόεσσαι, αἱ ἀνεμώδεις κορυφαὶ τῶν ὀρέων, Ὀδ. Ι. 400· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 383: - καθόλου, ὀρεινὴ χώρα καλεῖται, ἄκριες, Ὀδ. Κ. 381: - καθ’ ἑν. Περγαμίης ὑπὲρ ἄκριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538, 18: - πρβλ. ὄκρις.
English (Autenrieth)
ιος (ἄκρος): mountain-top, only pl., ‘heights.’ (Od.)
Greek Monotonic
ἄκρις: -ιος, ἡ (ἄκρος), κορυφή λόφου, άκρη, ανώτατη απόληξη υψώματος, σε Ομήρ. Οδ.