σπειρηδόν: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=speiridon | |Transliteration C=speiridon | ||
|Beta Code=speirhdo/n | |Beta Code=speirhdo/n | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[in coils]], Opp.''H.''1.516, Philum.''Ven.''22.2; [[in a ring]], AP9.301 (Secund.); [[in zig-zag lines]] (= [[σπυριδόν]], [[quod vide|q.v.]]), [[γράφειν]] Sch.D.T. p.484 H.<br><span class="bld">II</span> (σπεῖρα ''ΙΙ'') of troops, [[in maniples]], [[manipulatim]], Plb.5.4.9, [[LXX]] ''2 Ma.''5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
A Adv. in coils, Opp.H.1.516, Philum.Ven.22.2; in a ring, AP9.301 (Secund.); in zig-zag lines (= σπυριδόν, q.v.), γράφειν Sch.D.T. p.484 H.
II (σπεῖρα ΙΙ) of troops, in maniples, manipulatim, Plb.5.4.9, LXX 2 Ma.5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 918] adv., gewickelt; – σπειρηδὸν τάξας τοὺς πελταστάς, manipelweise, Pol. 5, 4, 9, vgl. 11, 11, 6; ἡ σπειρηδὸν μάχη, Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en spirales;
2 par compagnies ou manipules.
Étymologie: σπεῖρα, -δον.
Russian (Dvoretsky)
σπειρηδόν: adv.
1 извилисто, спирально Anth.;
2 по манипулам (τάσσειν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σπειρηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. (σπεῖρα ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. μάχη Στράβ. 155.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
σπειρηδόν: επίρρ.·
I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.
II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
I. in coils or spires, spirally, Anth.
II. (σπεῖρα II) of troops, in maniples, Polyb.