φυγαίχμης: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fygaichmis | |Transliteration C=fygaichmis | ||
|Beta Code=fugai/xmhs | |Beta Code=fugai/xmhs | ||
|Definition= | |Definition=φυγαίχμου, Dor. [[φυγαίχμας]], α, ὁ, [[fleeing from the spear]], [[unwarlike]], [[cowardly]], A.''Pers.''1025 (lyr.), Call.''Fr.''117. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
φυγαίχμου, Dor. φυγαίχμας, α, ὁ, fleeing from the spear, unwarlike, cowardly, A.Pers.1025 (lyr.), Call.Fr.117.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, den Speer, den Krieg fliehend, unkriegerisch, feig, Aesch. Pers. 984 u. sp. D., wie Callim. frg. 117.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fuit les lances ou les combats.
Étymologie: φεύγω, αἰχμή.
Russian (Dvoretsky)
φῠγαίχμης: ου ὁ бегущий из (от) сражения (Ἰάνων λαὸς οὐ φ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῠγαίχμης: -ου, ὁ, ὁ φεύγων τὴν αἰχμήν, ἀπόλεμος, δειλός, λαὸς οὐ φυγαίχμας Αἰσχύλ. Πέρσ. 1025, Καλλ. Ἀποσπ. 117.
Greek Monolingual
-ου, και δωρ. τ. φυγαίχμας, -α, ὁ, Α
1. αυτός που αποφεύγει το ακόντιο
2. (κατ' επέκτ.) δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + αἰχμή (πρβλ. καρτεραίχμης)].
Greek Monotonic
φῠγαίχμης: -ου, ὁ (αἰχμή), αυτός που αποφεύγει τα δόρατα, απόλεμος, δειλός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φῠγ-αίχμης, ου, ὁ, αἰχμή
fleeing from the spear, unwarlike, cowardly, Aesch.