ὠμοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omokratis
|Transliteration C=omokratis
|Beta Code=w)mokrath/s
|Beta Code=w)mokrath/s
|Definition=ές, [[of rude untamed might]], of Ajax, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>205</span> (anap.); also expld. as [[strong-shouldered]], v. Sch. ad loc.
|Definition=ές, [[of rude untamed might]], of [[Ajax]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>205</span> (anap.); also expld. as [[strong-shouldered]], v. Sch. ad loc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠμοκρατής:''' [[ὠμός]] с неукротимой силой, неистовый, по по друг. [[ὦμος]] с мощными плечами ([[Αἴας]] Soph.).
|elrutext='''ὠμοκρατής:''' [[ὠμός]] [[с неукротимой силой]], [[неистовый]], по по друг. [[ὦμος]] с мощными плечами ([[Αἴας]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-κρᾰτής, ές [[ὠμός]]<br />of [[rude]] [[untamed]] [[might]], or (ὦμοσ) [[strong]]-shouldered, Soph.
|mdlsjtxt=ὠμο-κρᾰτής, ές [[ὠμός]]<br />of [[rude]] [[untamed]] [[might]], or (ὦμοσ) [[strong]]-[[shoulder]]ed, Soph.
}}
}}

Revision as of 06:09, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοκρᾰτής Medium diacritics: ὠμοκρατής Low diacritics: ωμοκρατής Capitals: ΩΜΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: ōmokratḗs Transliteration B: ōmokratēs Transliteration C: omokratis Beta Code: w)mokrath/s

English (LSJ)

ές, of rude untamed might, of Ajax, S.Aj.205 (anap.); also expld. as strong-shouldered, v. Sch. ad loc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux fortes épaules.
Étymologie: ὦμος, κράτος.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοκρατής: ὠμός с неукротимой силой, неистовый, по по друг. ὦμος с мощными плечами (Αἴας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος, (ὠμὸς) ὁ ἔχων δύναμιν ὠμήν, ἀτίθασον, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Σοφ. Αἴ. 205· οὕτω, ὠμοῖς ἐν νόμοις πατρὸς αὐτόθι 548. - Ἕτεροι, ἧττον ὀρθῶς ἑρμηνεύουσιν ὁ ἰσχυρὸς τοὺς ὤμους, παραβάλλοντες τὰ ἐν Ἰλ. Γ. 227, ἀλλ᾿ ἴδε Σχόλια καὶ ἑρμηνευτάς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυκρατής].

Greek Monotonic

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος (ὠμός), αυτός που έχει δύναμη άγρια, ωμή, ορμή ατίθαση· ή (ὦμος) αυτός που έχει δυνατούς ώμους, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὠμο-κρᾰτής, ές ὠμός
of rude untamed might, or (ὦμοσ) strong-shouldered, Soph.