κωλυσιεργός: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolysiergos | |Transliteration C=kolysiergos | ||
|Beta Code=kwlusiergo/s | |Beta Code=kwlusiergo/s | ||
|Definition= | |Definition=κωλυσιεργόν, [[hindering from work]], τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.''Protr.''21. [[κβ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
κωλυσιεργόν, hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21. κβ.
German (Pape)
[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
Greek Monolingual
-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, ανενεργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.